- μεσοστάτης
- μεσοστάτης, ὁ (Α)αυτός που στέκεται στο μέσο, ο μεσαίος στύλος ή παραστάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -στάτης (< θ. στα- τού (ἵστημι, πρβλ. στα-τός), πρβλ. ιερο-στάτης, χορο-στάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοστάτης — inner beam masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοστάται — μεσοστάτης inner beam masc nom/voc pl μεσοστάτᾱͅ , μεσοστάτης inner beam masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοστατῶν — μεσοστάτης inner beam masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοστάταις — μεσοστάτης inner beam masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοστάτην — μεσοστάτης inner beam masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοστάτου — μεσοστάτης inner beam masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοστάτῃ — μεσοστάτης inner beam masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοστάτας — μεσοστάτᾱς , μεσοστάτης inner beam masc acc pl μεσοστάτᾱς , μεσοστάτης inner beam masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek